- ἀστλέγγιστος
- ἀστλέγγιστος, ον,A not scraped clean, AP6.298 (Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστλέγγιστος — ἀστλέγγιστος, ον (Α) αυτός που δεν έχει καθαριστεί με στλεγγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στλεγγίζω < στλεγγίς «είδος ξύστρας, με την οποία καθάριζαν τη ρυπαρότητα του σώματος στο λουτρό ή στην παλαίστρα»] … Dictionary of Greek
ἀστλέγγιστον — ἀστλέγγιστος not scraped clean masc/fem acc sg ἀστλέγγιστος not scraped clean neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)